- μουσουργῶν
- μουσουργέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)μουσουργόςcultivating musicmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολπός — μολπός, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ μολποί συντεχνία, θίασος μουσικών στη Μίλητο, σωματείο αοιδών ή μουσουργών 2. (κατά τον Ησύχ.) «ᾠδός, ὑμνῳδός, ποιητής». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολπ , που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα molp τού ΙΕ τύπου *mel p (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek
Καλομοίρης, Μανόλης — (Σμύρνη 1883 – Αθήνα 1962).Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα με τον Τιμόθεο Ξανθόπουλο και στην Kωνσταvτιvoύπoλη με τη Σοφία Σπανούδη. Ωστόσο, συστηματικές σπουδές στο πιάνο και στη σύνθεση έκανε στο… … Dictionary of Greek
Κουρουπός, Γιώργος — (Αθήνα 1942 –). Συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (1953 65) και στο Παρίσι (1968 72) και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1959 68 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, και λίγο πριν από το ταξίδι του στο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
Πλεστσέγεφ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (1825 – 1893). Ρώσος συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και ανέπτυξε επαναστατική δραστηριότητα για την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε εξορία. Το 1856 πήρε χάρη και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Εκεί… … Dictionary of Greek
Πονκιέλι, Αμιλκάρε — (Amilcare Ponchielli, Παντέρνο Φαζολάρο, Κρεμόνα 1834 – Μιλάνο 1886). Ιταλός συνθέτης. Πήρε το δίπλωμά του από το Ωδείο του Μιλάνου, όπου το 1880 διορίστηκε καθηγητής της σύνθεσης, και έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την όπεραΟι μελλόνυμφοι(1856) … Dictionary of Greek